- πεισθείσιν
- πεισθεῖσινπείθωpersuade: aor part pass masc /neut dat pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
πεισθεῖσιν — πείθω persuade aor part pass masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγίγνομαι — και περιγίνομαι Α 1. είμαι ανώτερος από κάποιον, υπερτερώ, υπερέχω 2. είμαι πιο δυνατός από κάποιον, υπερισχύω, νικώ 3. εξακολουθώ να υπάρχω μετά από ένα γεγονός ή μετά τον θάνατο κάποιου, διασώζομαι, επιζώ 4. (για πράγμ.) περισσεύω, πλεονάζω,… … Dictionary of Greek